- ακροσμίγω
- ακροσμίχω μετ. соединять, скреплять, спаивать (концы, края)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροσμίγω — σμίγω, ενώνω τα άκρα δύο αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + σμίγω] … Dictionary of Greek